- αγιάτικος
- -η, -ο [άγιος]1. αυτός που είναι αφιερωμένος ή που ανήκει σε ναό, μοναστήρι ή άγιο2. αδέσποτος, έρημος3. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα αγιάτικααδέσποτα κτήματα που δωρίζονται σε ναούς. Στη Μάνη ονομάζονται έτσι γενικά τα εγκαταλειμμένα κτήματα4. (ο εν.τού ουδ. ως ουσ.) το αγιάτικοη κολυμπήθρα, το βαπτιστήριο.
Dictionary of Greek. 2013.